- ποιοτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιότητα («ποιοτική διαφορά»)2. φρ. α) «ποιοτικός προσδιορισμός»γραμμ. ο προσδιορισμός τής ποιότητας ενός ουσιαστικούβ) «ποιοτική ανάλυση»χημ. χημική ανάλυση με σκοπό τον καθορισμό τής ταυτότητας μιας ένωσης ή ενός στοιχείουγ) «ποιοτικά χαρακτηριστικά» — τα βασικά στοιχεία στα οποία αναλύεται ένα πράγμα ή είδος, ή, εάν πρόκειται για πράγματα ή άτομα τού ίδιου είδους, τα στοιχεία εκείνα που τά διαφοροποιούν μεταξύ τους με βάση αξιολογικά κριτήρια.επίρρ...ποιοτικώς και -ά, Ναπό ποιοτική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιότ-ητα + -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Α. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.